διαχεῖσθαι

διαχεῖσθαι
διαχέω
pour different ways
pres inf mp (attic epic)
διαχέω
pour different ways
pres inf mp (attic epic)
διᾱχεῖσθαι , διηχέω
ring with
pres inf mp (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευπαθώ — εὐπαθῶ, έω (Α) [ευπαθής] 1. ευχαριστούμαι, ευθυμώ, διασκεδάζω, γλεντοκοπώ 2. (για την ψυχή) βρίσκομαι σε ευχάριστη ψυχική διάθεση, ευτυχώ 3. ευεργετούμαι 4. μέσ. εὐπαθοῡμαι, έομαι (κατά το λεξ. Σούδα «εὐπαθεῑσθαι ἀντὶ τοῡ τρυφᾱν καὶ διαχεῑσθαι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”